όλμος

όλμος
ο
πυροβόλο όπλο με κοντό σωλήνα και μεγάλη διάμετρο, αλλ. ολμοβόλο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Ὄλμος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄλμος — a round smooth stone masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὅλμος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὅλμος — a round smooth stone masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όλμος — Πυροβόλο με μήκος κατώτερο των δέκα διαμετρημάτων και βασικά χαρακτηριστικά τη χαμηλή αρχική ταχύτητα των βλημάτων του και τη μεγάλη καμπυλότητα της τροχιάς τους. Η βολή του ό. γίνεται με γωνίες ύψωσης ανώτερες των 45° και συνεπώς με μεγάλες… …   Dictionary of Greek

  • ὦλμος — ὄλμος , ὄλμος a round smooth stone masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὄλμοις — Ὄλμος masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄλμοις — ὄλμος a round smooth stone masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὄλμον — Ὄλμος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄλμον — ὄλμος a round smooth stone masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”